ἐναρμόνια

ἐναρμόνια
ἐναρμόνιος
of musical sound
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ενάδω — ἐνᾴδω (Α) τραγουδώ ή ψάλλω ανάμεσα σε άλλους («ἐναρμόνια μέλη ἐνῇδον», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • ημιτόνιο — Όρος που χρησιμοποιείται στη μουσική και σημαίνει μισό τόνο, το μισό δηλαδή της μεγαλύτερης απόστασης ανάμεσα σε δύο διαδοχικούς ή όμοιους φθόγγους στη φυσική κλίμακα. Στο σύγχρονο σύστημα όλα τα η. είναι ίσα και χωρίζονται σε διατονικά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”